- πόσου
- πόσοςof what quantity?masc/neut gen sgποσόωreckon the quantity ofpres imperat act 2nd sgποσόωreckon the quantity ofimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποσοῦ — ποσός of what quantity? masc/neut gen sg ποσόω reckon the quantity of pres imperat mp 2nd sg ποσόω reckon the quantity of imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… … Dictionary of Greek
ναυλώνω — και αναυλώνω (ΑΜ ναυλῶ, όω, Μ και ναυλώνω) [ναύλον] 1. (για πλοιοκτήτη) παρέχω το πλοίο μου για τη μεταφορά προσώπων ή φορτίου αντί χρηματικού ποσού, εκμισθώνω το πλοίο μου σε κάποιον («οἱ τὰ πλοῑα ναυλοῡντες ὅ, τι ἂν φέρῃ τις ἐμβάλλεσθαι… … Dictionary of Greek
προκαταβολή — η, ΝΑ [προκαταβάλλω] καταβολή εκ τών προτέρων ενός χρηματικού ποσού, προπληρωμή νεοελλ. 1. πληρωμή μέρους ενός συμφωνημένου ποσού, μπροστάντζα, αβάντσα («έδωσε μια προκαταβολή για το οικόπεδο που αγόρασε») 2. το μέρος τού οφειλόμενου χρηματικού… … Dictionary of Greek
συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek
ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… … Dictionary of Greek
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
παράβολος — η, ο / παράβολος και ποιητ. τ. παραίβολος, ον, δωρ. τ. ουδ. πάρβολον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτος 2. (για πράγμα ή πράξη) επικίνδυνος, επισφαλής (α. παράβολη επιχείρηση» β.… … Dictionary of Greek
πρόβλεψη — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προβλέπω, το να αντιλαμβάνεται ή να προαισθάνεται κανείς κάτι προτού ακόμη αυτό συμβεί («οι προβλέψεις του επαλήθευσαν») 2. έγκαιρη φροντίδα για κάτι που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον 3. (οικον.)… … Dictionary of Greek